Φωκιανός, Καμινάρης – Σάββας — (1785 – 1821). Οπλαρχηγός. Ήταν γνωστός και με την επωνυμία Μπίμπασης. Πολέμησε στα σώματα των Μπαχαντούρων της Μολδαβίας. Εξαιτίας των στρατιωτικών του ικανοτήτων, έγινε δελήμπασης του ηγεμόνα Καλλίμαχου. Συγκέντρωνε τη συμπάθεια των Τούρκων, οι … Dictionary of Greek
κάμινος — Μηχάνημα και εγκατάσταση (ονομάζεται και φούρνος ή καμίνι) που παράγει θερμότητα με τη χρησιμοποίηση καύσιμων στερεών υγρών και αερίων ή με την εκμετάλλευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Εκτός από αυτές τις κ. υπάρχουν επίσης κ. που αξιοποιούν τη… … Dictionary of Greek
καμινευτήρας — ο (Α καμινευτήρ, θηλ. καμινεύτρια) 1. καμινευτής*, καμινάρης 2. συσκευή που παράγει κατευθυνόμενη φλόγα υψηλής θερμοκρασίας με καύση αέριου μίγματος, αλλ. καμινευτικός αυλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμινεύω + κατάλ. τήρ (πρβλ. καμπ τήρ, κρα τήρ)] … Dictionary of Greek
καμινευτής — ο θηλ. καμινεύτρια (Α καμινευτής, θηλ. καμινεύτρια) [καμινεύω] αυτός που εργάζεται σε καμίνι, θερμαστής, εργάτης καμινιού, καμινάρης αρχ. επιγρ. ιερατικό αξίωμα στην Όστια τής Ιταλίας … Dictionary of Greek
καμινεύς — καμινεύς, ὁ (Α) [καμινεύω] αυτός που εργάζεται σε καμίνι ή που μεταχειρίζεται καμίνι για την εργασία του, θερμαστής, καμινάρης … Dictionary of Greek
καμινιάρης — ο [καμίνι] καμινευτής*, καμινάρης … Dictionary of Greek
Λασσάνης, Γεώργιος — (Κοζάνη 1793 – Αθήνα 1870). Λόγιος, Φιλικός και πολιτικός. Σπούδασε φιλολογία και φιλοσοφία στη Λειψία. Το 1818 ταξίδεψε διαδοχικά στην Πέστη της Ουγγαρίας και στη Μόσχα, για να καταλήξει στην Οδησσό, όπου εργάστηκε αποδοτικά ως δάσκαλος στην… … Dictionary of Greek